- πλύνεται
- πλύ̱νεται , πλύνωAcut. (Sp.)aor subj mid 3rd sg (epic)πλύ̱νεται , πλύνωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχρολούτης — ὁ, Α μτφ. αυτός που πλύνεται με κρύο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + λούτης (< λούω)] … Dictionary of Greek